- εκατοντάδα
- centaine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εκατοντάδα — η ποσότητα εκατό ομοειδών μονάδων, που λογίζεται ως ένα σύνολο, ο αριθμός εκατό: Μια εκατοντάδα στρατιώτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοντάδα — η (AM ἑκατοντάς) ο αριθμός εκατό, η ποσότητα εκατό ομοειδών όντων, η εκατοστή, το εκατοστάρι («εκατοντάδες ανθρώπων») … Dictionary of Greek
ἑκατοντάδα — ἑκατοντάς a hundred fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUMERI — I. NUMERI a Minerva inventi, ut olim creditum: Unde Romanis lex scripta, ut qui Maximus Praetor esset, clavum iuxta huius Deae simulacrum, in Capitolio, pangeret, quo numerus annorum inde cognosceretur, Liv. l. 7. c. 3. Numeriae vero Deae, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
εκατοστός — ή, ό (AM ἑκατοστός, ή, όν) αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστό α) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Πολυνησία Γαλλική — Υπερπόντιο Έδαφος της Γαλλικής Δημοκρατίας, στην Ωκεανία, που αποτελείται από πάνω από μια εκατοντάδα νησιά και νησάκια, συναθροιζόμενων στις διοικητικές περιοχές Ιλ ντε λα Σοσιετέ (Προσήνεμα Νησιά, 1173 τ. χλμ. · Υπήνεμα Νησιά, 474 τ. χλμ. ·… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
εκατονταδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκατοντάδα 2. φρ. α) «εκατονταδική διαίρεση, εκατονταδική κλίμακα» διαίρεση ή κλίμακα που αποτελείται από εκατό ίσα μέρη (αναφέρεται και ως εκατόβαθμος) β) «εκατονταδική μονάδα, εκατονταδικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
εκατοστύς — ἑκατοστύς, η (Α) 1. η εκατοντάδα 2. υποδιαίρεση κοινότητας ή φυλής … Dictionary of Greek
κεντηνάριον — κεντηνάριον,τὸ (ΑΜ, Μ και κεντηνάριν μέτρο βάρους 100 λίτρων για χρυσό ή για νομίσματα χρυσά, αλλά και άλλα υλικά, εκατοντάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centenarium] … Dictionary of Greek
κηντινάρι — το πλεξίδα με εκατό σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centenarium «εκατοντάδα, κατοστάρι»] … Dictionary of Greek